🇬🇷 el ca 🇦🇩

ήλιος noun

  /ˈi.ʎos/
  • (αστρονομία) κάθε άστρο, δηλαδή κάθε αυτόφωτο ουράνιο σώμα
sol

Ήλιος properNoun

Hèlios
Wiktionary Links