🇬🇷 el ca 🇦🇩

αδράνεια noun

  /aˈðɾa.ni.a/
  • (φυσική) η ιδιότητα των σωμάτων να αντιστέκονται σε οποιαδήποτε μεταβολή της κινητικής τους κατάστασης
inèrcia
Wiktionary Links