🇬🇷 el ca 🇦🇩

γερανός noun

  /ʝe.ɾaˈnos/
  • (πτηνό) μεγαλόσωμο υδρόβιο πτηνό με μακριά πόδια, μακρύ ράμφος και λαιμό
  • το όχημα που έχει το προηγούμενο μηχάνημα
grua

Γερανός properNoun

Grua
Wiktionary Links