🇬🇷 el ca 🇦🇩

δάχτυλο noun

  /ˈða.xti.lo/
  • (ανθρώπινο σώμα) κάθε μία από τις αρθρωτές άκρες των χεριών και των ποδιών ανθρώπων και ζώων
dit
Wiktionary Links