🇬🇷 el ca 🇦🇩

πάγκος noun

  /ˈpaŋ.ɡos/
  • μακρόστενη ορθογώνια επιφάνεια σε ύψος κατάλληλο για διάφορες εργασίες όπως πχ. το μαγείρεμα, που γίνονται από όρθια συνήθως θέση
taulell
  • μακρύ ξύλινο ή μεταλλικό κάθισμα χωρίς πλάτη για πολλά άτομα σε δημόσιους χώρους
banqueta
  • επιμήκης κατασκευή σε ανοιχτούς χώρους, πάνω στην οποία εκτίθενται εμπορεύματα
classe
Wiktionary Links