🇬🇷 el ca 🇦🇩

πίνακας noun

  /ˈpi.na.kas/
  • κατάλογος στοιχείων ή πληροφοριών διατεταγμένων σε γραμμές και στήλες
  • (βάσεις δεδομένων) στις σχεσιακές βάσεις δεδομένων: ειδική δομή αποθήκευσης δεδομένων στην οποία καταχωρίζονται τα δεδομένα σε γραμμές (εγγραφές) και στήλες (η κάθε μία από τις τελευταίες έχει μοναδική ονομασία και αποτελούν τα πεδία των γραμμών-εγγραφών) ούτως ώστε στην κάθε στήλη να καταχωρίζονται δεδομένα του ιδίου τύπου (data type)
taula
Wiktionary Links