🇬🇷 el ca 🇦🇩

σταθμός noun

  • το μέρος όπου περιμένουμε το λεωφορείο, το τρένο ή άλλο μέσο μεταφοράς
  • ειδικές εγκαταστάσεις οργανισμού ή υπηρεσίας
  • σημαντικό, κομβικό γεγονός που σημαδεύει την ιστορική εξέλιξη
estació
Wiktionary Links