🇬🇷 el de 🇩🇪

κόκαλο noun

  • αντικείμενο από κέρατο ή αλλο υλικό που το χρησιμοποιούμε για να φορέσουμε τα παπούτσια μας
Schuhanzieher, Schuhlöffel
  • (καθομιλουμένη) κάθε ένα από τα στερεά τμήματα του σκελετού του ανθρώπου και όλων των σπονδυλωτών
Knochen, Gebein
Wiktionary Links