🇬🇷 el de 🇩🇪

φλώρος noun

  • (πτηνό) μικρό ωδικό πτηνό που επίσημα ανήκει στο είδος Chloris Chloris (από άλλους ταξινομείται ως Carduelis chloris και από τους Αμερικανούς αναφέρεται ως european greenfinch ενώ από τον Κάρολο Λινναίο είχε ταξινομηθεί ως Oriolus galbula)
Grünfink
  • (μεταφορικά) άνδρας μαλθακός στον χαρακτήρα
Schwächling
Wiktionary Links