🇬🇷 el de 🇩🇪

συμμαζεύω verb

  • (κατ’ επέκταση) τακτοποιώ ένα χώρο, ξεκαθαρίζοντας και βάζοντας σε τάξη τα πράγματα που βρίσκονται μέσα σε αυτόν
anhäufen
Wiktionary Links