🇬🇷 el en 🇬🇧

ίουλος noun

  • (βοτανική) ταξιανθία σε μορφή βότρυος
catkin, ament
  • (ζωολογία) είδος μυριάποδου (σαρανταποδαρούσας) της οικογένειας των ιουλιδών, της τάξης των ιουλοειδών
centipede, earthworm, woodlouse
  • (λόγιο) το πρώτο χνούδι, οι πρώτες τρίχες στα νεανικά μάγουλα
down

Ίουλος properNoun

Iulus
Wiktionary Links