🇬🇷 el en 🇬🇧

ελιά noun

  /eˈʎa/
  • (δέντρο) αιωνόβιο και αειθαλές δένδρο με στιλπνά ωοειδή φύλλα, στρεβλό (συνήθως) κορμό, με γκρίζο φλοιό και καρπό ωοειδούς σχήματος και πράσινο και σκληρό περικάρπιο, που, όταν ωριμάσει, μαυρίζει και μαλακώνει. Καλλιεργείται κυρίως στις μεσογειακές χώρες
  • (τρόφιμο) ο καρπός του ομώνυμου δέντρου, που γίνεται βρώσιμος με ποικίλες ειδικές επεξεργασίες και είναι η πηγή για το μαγειρικό λάδι
olive
  • μελανόχρωμη κηλίδα του δέρματος που συνήθως εξέχει κι οφείλεται στην υπερβολική έκκριση μελανίνης
mole

Ελιά properNoun

  /eˈʎa/
Elia
Wiktionary Links