🇬🇷 el en 🇬🇧

σπαθί noun

  /spaˈθi/
  • όπλο που αποτελείται από μια μακριά, κοφτερή και, συνήθως, ατσάλινη λεπίδα που έχει προσαρμοστεί σε ειδική λαβή
sword
  • (χαρτοπαίγνιο) χαρτί της τράπουλας με μαύρο χρώμα που φέρει το σήμα του τριφυλλιού (♣)
club

Σπαθί properNoun

  /spaˈθi/
Spathi
Wiktionary Links