🇬🇷 el en 🇬🇧

άσωτος adjective

  • που σπαταλά την (πατρική) περιουσία σε ασωτίες, που οδηγείται στην (οικονομική ή ηθική) καταστροφή
prodigal, debauched, dissipated, dissolute
  • που δεν τελειώνει, δεν εξαντλείται
  • που σπαταλά χωρίς μέτρο, κάνοντας υπερβολές
  • διεφθαρμένος
debauched, dissipated, dissolute, prodigal
Wiktionary Links