🇬🇷 el en 🇬🇧

έλικας noun

  /ˈe.li.kas/
  • (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) όργανο αεροπλάνου ή πλεούμενου, με ειδικά πτερύγια, που συμβάλλει στην προώθηση του μέσου
propeller
Wiktionary Links