αγκύλιο
noun
|
- (ναυτικός όρος, τεχνολογία) μεταλλικό εξάρτημα σχήματος U, χρησιμοποιούμενο για τη σύνδεση αλυσίδων ή την πρόσδεση φορτίων
|
shackle
|
- (ιατρική) (συνήθως στον πληθυντικό: αγκύλια) ορθοδοντικοί μηχανισμοί που τοποθετούνται στα δόντια για τη διόρθωση ανωμαλιών σύγκλεισης
|
braces
|