🇬🇷 el en 🇬🇧

αγκύλιο noun

  • (ναυτικός όρος, τεχνολογία) μεταλλικό εξάρτημα σχήματος U, χρησιμοποιούμενο για τη σύνδεση αλυσίδων ή την πρόσδεση φορτίων
shackle
  • (ιατρική) (συνήθως στον πληθυντικό: αγκύλια) ορθοδοντικοί μηχανισμοί που τοποθετούνται στα δόντια για τη διόρθωση ανωμαλιών σύγκλεισης
braces
Wiktionary Links