🇬🇷 el en 🇬🇧

αμάραντος noun

  • (φυτό) αγριολούλουδο με την επιστημονική ονομασία Λειμώνιο το Κολπωτό, που μαραίνεται δύσκολα. Ο ελίχρυσος.
  • Αμάραντος: τοπωνύμιο πολλών ελληνικών τόπων
amaranth, amaranthine, immortelle
Wiktionary Links