🇬🇷 el en 🇬🇧

αμφίδρομος adjective

bidirectional
  • (τηλεπικοινωνίες) duplex: μετάδοση πληροφορίας που γίνεται και προς τις δύο κατευθύνσεις, συνήθως ταυτόχρονα (full duplex), όπως στην τηλεφωνική επικοινωνία
duplex, full duplex
Wiktionary Links