🇬🇷 el en 🇬🇧

απευθείας adverb

direct
  • (διαδίκτυο) (για μετάδοση ενός γεγονότος διαδικτυακά) live streaming: που μεταδίδεται ζωντανά, όχι μαγνητοσκοπημένα (βλ. ζωντανή ροοθήκευση)
live
Wiktionary Links