αποδημητικός
adjective
/a.po.ði.mi.tiˈkos/
|
- που μετακινείται από τον τόπο του, που μεταναστεύει
|
migratory,
migrant
|
- (ουσιαστικοποιημένο) αποδημητικά: πουλιά (ή ψάρια) που μεταναστεύουν σε θερμότερους τόπους, για να περάσουν το χειμώνα
|
migratory,
migrant,
migratory bird,
visitant
|