🇬🇷 el en 🇬🇧

αποδημητικός adjective

  /a.po.ði.mi.tiˈkos/
  • που μετακινείται από τον τόπο του, που μεταναστεύει
migratory, migrant
  • (ουσιαστικοποιημένο) αποδημητικά: πουλιά (ή ψάρια) που μεταναστεύουν σε θερμότερους τόπους, για να περάσουν το χειμώνα
migratory, migrant, migratory bird, visitant
Wiktionary Links