🇬🇷 el en 🇬🇧

απόκρυφος adjective

  /aˈpo.kɾi.fos/
  • (θρησκεία) που έχει σχέση με τα Απόκρυφα (βιβλία) της Αγίας Γραφής
apocryphal, uncanonical
Wiktionary Links