🇬🇷 el en 🇬🇧

ατιμάζω verb

  /a.tiˈma.zo/
  • ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να στερήσω από κάποιον την τιμή και υπόληψή του
dishonor, disgrace
Wiktionary Links