🇬🇷 el en 🇬🇧

βρίζω verb

  /ˈvɾi.zo/
  • (μεταβατικό) εκτοξεύω εναντίον κάποιου βρισιές, λέξεις ή φράσεις επιθετικές, προσβλητικές, χυδαίες ή ασεβείς προς τα θεία
insult
  • (αμετάβατο) χρησιμοποιώ στο λόγο μου υβριστικές εκφράσεις
swear
Wiktionary Links