🇬🇷 el en 🇬🇧

δακρυγόνος adjective

  /ða.kɾiˈγo.nos/
  • (ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο ) το δακρυγόνο: αέριο που προκαλεί την έκκριση δακρύων· χρησιμοποιείται ως όπλο από τις αστυνομικές δυνάμεις για τη διάλυση διαδηλώσεων
tear gas
  • δακρυγόνος αδένας
lacrymogenous
Wiktionary Links