🇬🇷 el en 🇬🇧

διαίρεση noun

  /ðiˈe.ɾe.si/
  • ο χωρισμός σε κομμάτια, τμήματα
  • (αριθμητική) μία από τις τέσσερις βασικές πράξεις στην αριθμητική
division
Wiktionary Links