🇬🇷 el en 🇬🇧

εθνικισμός noun

  /e.θni.ciˈzmos/
  • μια εθνοπολιτική ιδεολογία με κέντρο την ιδέα του έθνος που οδηγεί στην επιδίωξη συγκρότησης ανεξάρτητου κράτους
nationalism
Wiktionary Links