🇬🇷 el en 🇬🇧

εξίσωση noun

  /eˈksi.so.si/
  • (μαθηματικά) μαθηματική έκφραση με δύο ίσα σκέλη, τα οποία ενώνονται με το σημείο του ίσον (=)
equation
  • η ενέργεια με την οποία δύο άνισα και ανόμοια στοιχεία μετατρέπονται σε ίσα
equalization
Wiktionary Links