🇬🇷 el en 🇬🇧

εξωπραγματικός adjective

  /e.kso.pɾaɣ.ma.tiˈkos/
  • που δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, δεν ισχύει
  • που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
unrealistic
Wiktionary Links