🇬🇷 el en 🇬🇧

επικάλυψη noun

  • το υλικό της εξωτερικής-άνω στρώσης/επικάλυψης/επίστρωσης
clad, coat, cover
  • (μεταφορικά) σύμπτωση τομέων ή δράσεων
overlap
  • (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) ο εκ νέου ορισμός σε υποκλάση μίας μεθόδου, κατά την διαδικασία της κληρονομικότητας, διατηρώντας το ίδιο όνομα και τις παραμέτρους, με αυτά της μεθόδου στην υπερκλάση, αλλάζοντας έτσι την λειτουργικότητά της
override
Wiktionary Links