🇬🇷 el en 🇬🇧

ευφωνικό νι

  /efoniˈko ˈni/
  • (γραμματική, φωνολογία) πρόσθετο νι, φθόγγος [n] πριν από φωνήεντα ή διφθόγγους ώστε να αποφεύγεται η χασμωδία
  • Στα νέα ελληνικά παίρνουν ευφωνικό νι
ephelcystic nu, movable nu
Wiktionary Links