🇬🇷 el en 🇬🇧

ιδιαίτερος noun

  /iˈði̯e.te.ɾos/
  • ο προσωπικός γραμματέας κάποιου, πχ ενός υπουργού
secretary

ιδιαίτερος adjective

  /iˈði̯e.te.ɾos/
  • που ανήκει σε κάποιον, που είναι δικός του και τον χαρακτηρίζει
  • ξεχωριστός
particular, private
Wiktionary Links