🇬🇷 el en 🇬🇧
κάνει |
|
---|---|
be |
- αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει
- if you pay peanuts, you get monkeys
- κάνει κρύο
- cold
- κάνει ζέστη
- hot
- δεν κάνει τίποτα
- you're welcome
- πόσο κάνει αυτό
- how much
- πόσο κάνει;
- how much does it cost
- το ράσο δεν κάνει τον παπά
- clothes don't make the man
- ένα μήλο την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα
- an apple a day keeps the doctor away
- τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;
- no shit, Sherlock
Wiktionary Links
- ελληνικά: κάνει