🇬🇷 el en 🇬🇧

καρκινικός adjective

  • που αναφέρεται στον καρκίνο, τους κακοήθεις όγκους
cancerous, cancer, tumorous
  • για λέξη ή φράση που μπορεί να διαβαστεί το ίδιο και αντίστροφα
palindromic
Wiktionary Links