🇬🇷 el en 🇬🇧

κορίτσι noun

  /koˈɾi.t͡si/
girl
  • το παιδί θηλυκού γένους
  • η κόρη, η θυγατέρα
  • η νεαρή κοπέλα με την οποία έχει κάποιος δεσμό
  • η παρθένα
girlfriend
Wiktionary Links