🇬🇷 el en 🇬🇧

κουζίνα noun

  /kuˈzi.na/
  • o χώρος όπου ετοιμάζονται και μαγειρεύονται οι τροφές
kitchen, cuisine
  • (γαστρονομία) η μαγειρική τέχνη της ετοιμασίας και μαγειρικής των τροφών
  • (συσκευή) πάνω στην οποία ψήνονται οι τροφές
kitchen, stove
Wiktionary Links