🇬🇷 el en 🇬🇧
μέρα noun
/ˈme.ɾa/
|
|
---|---|
|
day |
|
day, daytime |
- από μέρα σε μέρα
- day by day
- μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει
- day in, day out
- μέρα με τη μέρα
- day by day
- κάθε μέρα
- daily
- καλή σου μέρα
- have a nice day
- μετά την επόμενη μέρα
- day after tomorrow
- πριν την χθεσινή μέρα
- day before yesterday
- κάποια μέρα
- one day
- η Ρώμη δεν χτίστηκε σε μια μέρα
- Rome wasn't built in a day
Wiktionary Links
- ελληνικά: μέρα