🇬🇷 el en 🇬🇧

μεσάζων noun

  • (γενικότερα, επάγγελμα) ο άνθρωπος που παρεμβαίνει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους άλλους ανθρώπους ώστε να τους φέρει σε επικοινωνία με σκοπό κάποιο όφελος, συνήθως οικονομικό
broker, intermediary, mediator, agent, arbiter, arbitrator
Wiktionary Links