🇬🇷 el en 🇬🇧

μεσίτης noun

broker
  • (επάγγελμα) επαγγελματίας που αναλαμβάνει να προωθήσει την αγορά ή την πώληση ακίνητης περιουσίας, με κάποιο οικονομικό όφελος
real estate agent
Wiktionary Links