🇬🇷 el en 🇬🇧

μεταγλώττιση noun

  /me.taˈɣlo.ti.si/
  • (πληροφορική-μεταγλώττιση) η διαδικασία μετατροπής κώδικα (πηγαίος κώδικας) από μία γλώσσα προγραμματισμού σε κώδικα κάποιας άλλης (αντικειμενικός κώδικας) ή συνηθέστερα σε εκτελέσιμο αρχείο
compilation, compiling
  • (κινηματογράφος, τηλεόραση) η αντικατάσταση των πρωτότυπων διαλόγων μιας κινηματογραφικής ταινίας ή τηλεοπτικής εκπομπής με διαλόγους σε άλλη γλώσσα
dubbing
Wiktionary Links