🇬🇷 el en 🇬🇧

μεταξοτυπία noun

  /me.ta.kso.tiˈpi.a/
  • (τυπογραφία) σύστημα εκτύπωσης κατά το οποίο χρησιμοποιείται τεντωμένο μεταξωτό (ή κι από άλλο υλικό) ύφασμα ως μήτρα
screen printing, serigraphy, silk-screen printing
  • (τυπογραφία, κατ’ επέκταση) το αποτέλεσμα της ως άνω εκτύπωσης
screenprint
Wiktionary Links