🇬🇷 el en 🇬🇧

νοικοκύρης noun

  /ni.koˈci.ɾis/
  • αυτός που αφοσιώνεται στην δουλειά για να φροντίσει την οικογένεια και το σπίτι του
family man
head of household
  • αυτός που φροντίζει για τις εργασίες και την καθημερινή επιμέλεια του οίκου → δείτε τη λέξη νοικοκυρά
househusband
  • ιδιοκτήτης σπιτιού που το νοικιάζει
landlord
Wiktionary Links