🇬🇷 el en 🇬🇧

ξοδεύω verb

  /ksoˈðe.vo/
  • πληρώνω και εξαντλώ ένα ποσό για κάτι που θέλω
spend
  • χρησιμοποιώ ένα αγαθό για να ικανοποιήσω μια ανάγκη, το κάνω να εξάντληθει
spend, use up, exhaust
Wiktionary Links