ξυπνάω
						
							verb
							
						
					
					
						
						
							 
							
								/ksiˈpna.o/
								
							
						
					 
				 | 
			
			
			
				
					
						
							
								
									- (μεταβατικό) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
 
								
							 
						
					 | 
					
						
							wake up,
							awake
					 | 
				
			
				
					
						
							
								
									- (αμετάβατο) σταματάω να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
 
								
							 
						
					 | 
					
						
							wake up
					 |