🇬🇷 el en 🇬🇧

πάλι adverb

  /ˈpa.li/
again
  • (χρονικό επίρρημα) για μια φορά ακόμα
  • (αντιθετική σημασία) αντίθετα, από την άλλη πλευρά, εξάλλου
good thing

πάλι noun

  /ˈpa.li/
Pali
Wiktionary Links