🇬🇷 el en 🇬🇧

παράσιτο noun

  • (βιολογία) οργανισμός που ζει και αναπτύσσεται σε βάρος ενός άλλου οργανισμού
  • (μεταφορικά) για κάποιον που βασίζεται σε άλλους για την επιβίωση ή την ανάδειξή του, με απαξιωτική σημασία
parasite
  • (στον πληθυντικό) παράσιτα: οι αρμονικές συχνότητες και ο θόρυβος στο ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σήμα.
buzz, noise
Wiktionary Links