πετιέμαι
verb
/peˈtçe.me/
|
- παίρνω τον λόγο απότομα και συνήθως άκαιρα
|
butt in,
chip in
|
- κινούμαι απότομα και ορμητικά
|
dart,
jump
|
- πηγαίνω κάπου, σε κοντινή συνήθως απόσταση, με σκοπό να επιστρέψω γρήγορα
|
drop by
|
- → δείτε στην ενεργητική φωνή πετάω, στις σημασίες: με πετάνε
|
eject,
fling
|