🇬🇷 el en 🇬🇧

πρόχειρος adjective

  /ˈpɾo.çi.ɾos/
  • που έχει γίνει χωρίς μεγάλη προσοχή, με βιασύνη ή χωρίς τη χρήση των κατάλληλων υλικών ή μέσων
makeshift, offhand
  • (ουσιαστικοποιημένο) το πρόχειρο: τετράδιο ή μπλοκ για ποικίλες πρόχειρες σημειώσεις
handy, ready
Wiktionary Links