🇬🇷 el en 🇬🇧

ριζικός adjective

  /ɾi.ziˈkos/
  • (μεταφορικά) ολοκληρωτικός, εκ βάθρων, πλήρης
radical
  • που έχει σχέση με τη ρίζα, αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή
root
Wiktionary Links