🇬🇷 el en 🇬🇧

σκίζω verb

  /ˈsci.zo/
  • κόβω στη μέση τραβώντας ή κάνοντας άνοιγμα
tear
  • (οικείο, αμετάβατο, μόνο στην ενεργητική φωνή) διακρίνομαι σε έναν αθλητικό αγώνα ή σχολική εξέταση
with flying colours
Wiktionary Links