🇬🇷 el en 🇬🇧

σκονάκι noun

  • (οικείο) μικρό χαρτάκι που περιέχει πληροφορίες οι οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθούν για αντιγραφή σε εξετάσεις
cheat sheet, crib
Wiktionary Links